- ἐνδυόμενος
- ἐνδύωgo intopres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
облачатисѧ — ОБЛАЧА|ТИСѦ (17), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1. Одеваться: въ ризѹ обла||чѧ˫а сѧ. бл҃годари давъшааго. (ἐνδυόμενος) Изб 1076, 263 об.–264; ти тако пакы въ дрѹгоѥ врѣтище. облъчашесѧ [вм. облачашесѧ?] бл҃жныи. (περιεβολετο) СбТр XII/XIII, 40 об.; Слѹжебникомъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σκευή — η, ΝΜΑ 1. εξάρτυση στρατιώτη, οπλισμός στρατιώτη (α. «σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον», Θουκ. β. «ἡ σκευὴ τῶν ὅπλών», Θουκ.) 2. ιπποσκευή («ἱππέας πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνευ τῶν ἵππων μετὰ σκευῆς», Θουκ.) νεοελλ. στρ. το σύνολο τών… … Dictionary of Greek